- κέγχρος
- κέγχροςmilletmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κέγχρος — ο (ΑΜ κέγχρος) 1. γένος φυτών τής οικογένειας αγρωστώδη, το κεχρί 2. ο καρπός τού φυτού αρχ. 1. καθετί που μοιάζει με κεχρί 2. μικρός κόκκος 3. φλόγωση τού ματιού 4. είδος φιδιού, κεγχρίας* 5. είδος μικρού διαμαντιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αβέβαιης… … Dictionary of Greek
κέγχρω — κέγχρος millet masc nom/voc/acc dual κέγχρος millet masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχροι — κέγχρος millet masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχροις — κέγχρος millet masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχροισι — κέγχρος millet masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρον — κέγχρος millet masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρου — κέγχρος millet masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρους — κέγχρος millet masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρων — κέγχρος millet masc gen pl κέγχρων Aër. masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέγχρῳ — κέγχρος millet masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)